λέων

λέων
λέων, οντος, ὁ (Hom.+; also BGU 957, 4 [10 B.C.]; PGrenf II, 84, 7) lion Hb 11:33; MPol 12:2; Philo; AcPl Ha 2, 7; 4, 19; 34; 38; 5, 2; 4f; 9; 13; 18. Symbol of rapacity 1 Cl 35:11 (Ps 49:22 v.l. [ARahlfs, Psalmi cum Odis ’31]). λάκκος λεόντων (s. λάκκος) 45:6. Of the devil ὡς λ. ὠρυόμενος περιπατεῖ he goes about like a roaring lion 1 Pt 5:8 (Ps 21:14; TestSol 11:1 βρυχώμενος ὡς λεών; cp. JosAs 12:9 ὁ λέων ὁ ἄγριος ὁ παλαιὸς καταδιώκει με). Apocalyptic usage also makes comparisons w. the lion, or parts of his body, or his actions (Il. 6, 181; Strabo 16, 4, 16 fabulous beings: σφίγγες κ. κυνοκέφαλοι κ. κῆβοι [monkeys] λέοντος μὲν πρόσωπον ἔχοντες τὸ δὲ λοιπὸν σῶμα πάνθηρος κτλ.; quite similarly Diod S 3, 35, 6; TestAbr A 17 p. 99, 21 [Stone p. 46]; Ath. 18, 3) Rv 4:7; 9:8 (cp. Jo 1:6), 17; 10:3; 13:2. Metaphorically (cp. Il. 21, 483, of Artemis) of a lion-hearted hero (cp. Lycophron 33 [Heracles]; Ael. Aristid. 46 p. 191f D. [Pericles]; Esth 4:17s; Jos., Ant. 18, 228), the Messiah ὁ λ. ὁ ἐκ τῆς φυλῆς Ἰούδα the lion fr. the tribe of Judah Rv 5:5 (cp. Gen 49:9).—ῥυσθῆναι ἐκ στόματος λ. be rescued from the jaws of the lion, i.e. fr. great danger 2 Ti 4:17 (cp. Ps 21:22). The rapacious lion is found as funerary motif, and both 1 Pt 5:8 (above) and 2 Ti 4:17 may refer to death (the former to physical death, the latter to spiritual death or apostasy: New Docs 3, 50f).—OKeller, Die Antike Tierwelt, 2 vols. 1909–13: II 24–61. EGoodenough, Jewish Symbols VII, ’58, 29–86. Pauly-W. XIII/1 968–90.—B. 185. DELG. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λέων — masc nom sg Λής masc gen pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέων — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • Λέων ο Αφρικανός — (Χασάν Ιμπν Μοχάμαντ αλ Μπαζάν, 1494 – 1552;). Άραβας γεωγράφος. Καταγόταν από οίκο ευγενών της Γρενάδα. Μετά την κατάλυση του αραβικού κράτους στην Ισπανία, σπούδασε στο Φεζ και στη συνέχεια ταξίδεψε στη βόρεια Αφρική και στη νοτιοδυτική Ασία.… …   Dictionary of Greek

  • Λεῶν — Λεώς men masc gen pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεῶν — λαός men masc gen pl (ionic) λεάζω to be smooth fut part act masc voc sg λεάζω to be smooth fut part act neut nom/voc/acc sg λεάζω to be smooth fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεών — Λεώ̆ν , Λεώς men masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεών — λαός men masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέων ο Τριπολίτης — (τέλη 9ου – μέσα 10ου αι. μ.Χ.). Εξισλαμισμένος χριστιανός πειρατής από την Τρίπολη της Φοινίκης. Επιδόθηκε πολύ νέος στην πειρατεία και απέκτησε δικό του πειρατικό στόλο. Επιδεικνύοντας τόλμη και αγριότητα, αλλά και βοηθούμενος από το πειρατικό… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Λέων — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 428 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού, νοτιοανατολικά του όρμου Έξω Χώρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρτεμισίων του νομού Ζακύνθου …   Dictionary of Greek

  • Αλλάτιος, Λέων — (Χίος 1587 – Ρώμη 1669).Θεολόγος και φιλόλογος, από τους πιο σπουδαίους Έλληνες λόγιους της τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε στη Χίο από ορθόδοξους γονείς, αλλά υπό την επιρροή του καθολικού θείου του, που ήταν και ο πρώτος του δάσκαλος, άρχισε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”